( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
tregti me shumicë
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το χονδρεμπόριο | τα χονδρεμπόρια |
γενική | του χονδρεμπορίου & χονδρεμπόριου | των χονδρεμπορίων & χονδρεμπόριων |
αιτιατική | το χονδρεμπόριο | τα χονδρεμπόρια |
κλητική | χονδρεμπόριο | χονδρεμπόρια |
[cite]