(επίθετο – mbiemër)
i prerë trashë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | χοντροκομμένος | χοντροκομμένη | χοντροκομμένο |
γενική | χοντροκομμένου | χοντροκομμένης | χοντροκομμένου |
αιτιατική | χοντροκομμένο | χοντροκομμένη | χοντροκομμένο |
κλητική | χοντροκομμένε | χοντροκομμένη | χοντροκομμένο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | χοντροκομμένοι | χοντροκομμένες | χοντροκομμένα |
γενική | χοντροκομμένων | χοντροκομμένων | χοντροκομμένων |
αιτιατική | χοντροκομμένους | χοντροκομμένες | χοντροκομμένα |
κλητική | χοντροκομμένοι | χοντροκομμένες | χοντροκομμένα |
[cite]