χορωδία


χορωδία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

kor

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χορωδία τα χορωδίες
γενική της χορωδίας των χορωδιών
αιτιατική τη(ν) χορωδία τις χορωδίες
κλητική χορωδία χορωδίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *