( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
dremitje
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το χουζούρεμα | τα χουζουρέματα |
γενική | του χουζουρέματος | των χουζουρεμάτων |
αιτιατική | το χουζούρεμα | τα χουζουρέματα |
κλητική | χουζούρεμα | χουζουρέματα |
[cite]