χτυπητός


χτυπητός

(επίθετο – mbiemër)

i goditur
i ndezur

ενικός
ονομαστική χτυπητός χτυπητή χτυπητό
γενική χτυπητού χτυπητής χτυπητού
αιτιατική χτυπητό χτυπητή χτυπητό
κλητική χτυπητέ χτυπητή χτυπητό
πληθυντικός
ονομαστική χτυπητοί χτυπητές χτυπητά
γενική χτυπητών χτυπητών χτυπητών
αιτιατική χτυπητούς χτυπητές χτυπητά
κλητική χτυπητοί χτυπητές χτυπητά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *