(επίθετο – mbiemër)
i ndarë
i veçantë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | χωριστός | χωριστή | χωριστό |
γενική | χωριστού | χωριστής | χωριστού |
αιτιατική | χωριστό | χωριστή | χωριστό |
κλητική | χωριστέ | χωριστή | χωριστό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | χωριστοί | χωριστές | χωριστά |
γενική | χωριστών | χωριστών | χωριστών |
αιτιατική | χωριστούς | χωριστές | χωριστά |
κλητική | χωριστοί | χωριστές | χωριστά |
[cite]