χύτρα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χύτρα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χύτρα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) tenxhere kusi (χύτρα ταχύτητας – tenxhere me presion) ενικός πληθυντικός ονομαστική η χύτρα οι χύτρες γενική της χύτρας των χυτρών αιτιατική τη χύτρα τις χύτρες κλητική χύτρα χύτρες [cite]