χώρος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χώρος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χώρος.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) hapësirë vend ενικός πληθυντικός ονομαστική ο χώρος οι χώροι γενική του χώρου των χώρων αιτιατική το χώρο τους χώρους κλητική χώρε χώροι [cite]