χώρος


χώρος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

hapësirë

vend

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χώρος οι χώροι
γενική του χώρου των χώρων
αιτιατική το χώρο τους χώρους
κλητική χώρε χώροι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *