ψαμμίτης


ψαμμίτης

gur ranor
(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ψαμμίτης οι ψαμμίτες
γενική του ψαμμίτη των ψαμμιτών
αιτιατική τον ψαμμίτη τους ψαμμίτες
κλητική ψαμμίτη ψαμμίτες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *