ψεύτικος


ψεύτικος


(επίθετο – mbiemër)
i rremë

fals

artificial

i një cilësie të dobët

ενικός
ονομαστική ψεύτικος ψεύτικη ψεύτικο
γενική ψεύτικου ψεύτικης ψεύτικου
αιτιατική ψεύτικο ψεύτικη ψεύτικο
κλητική ψεύτικε ψεύτικη ψεύτικο
πληθυντικός<
ονομαστική ψεύτικοι ψεύτικες ψεύτικα
γενική ψεύτικων ψεύτικων ψεύτικων
αιτιατική ψεύτικους ψεύτικες ψεύτικα
κλητική ψεύτικοι ψεύτικες ψεύτικα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *