ψηλοτάκουνος


ψηλοτάκουνος

(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)
takë e lartë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ψηλοτάκουνος οι ψηλοτάκουνοι
γενική του ψηλοτάκουνου των ψηλοτάκουνων
αιτιατική τον ψηλοτάκουνο τους ψηλοτάκουνους
κλητική ψηλοτάκουνε ψηλοτάκουνοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *