ψημένος


ψημένος


(επίθετο – mbiemër)

i pjekur

ενικός
ονομαστική ψημένος ψημένη ψημένο
γενική ψημένου ψημένης ψημένου
αιτιατική ψημένο ψημένη ψημένο
κλητική ψημένε ψημένη ψημένο
πληθυντικός
ονομαστική ψημένοι ψημένες ψημένα
γενική ψημένων ψημένων ψημένων
αιτιατική ψημένους ψημένες ψημένα
κλητική ψημένοι ψημένες ψημένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *