ψυγείο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ψυγείο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ψυγείο.mp3 (ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) frigorifer ενικός πληθυντικός ονομαστική το ψυγείο τα ψυγεία γενική του ψυγείου των ψυγείων αιτιατική το ψυγείο τα ψυγεία κλητική ψυγείο ψυγεία [cite]