ψυχολογικός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ψυχολογικός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ψυχολογικός.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.) psikologjik ενικός πληθυντικός ονομαστική ο ψυχολογικός οι ψυχολογικοί γενική του ψυχολογικού των ψυχολογικών αιτιατική τον ψυχολογικό τους ψυχολογικούς κλητική ψυχολογικέ ψυχολογικοί [cite]