i pjekur (frut, njeri)
(επίθετο – mbiem.)
ΕΝΙΚΟΣ | |||
---|---|---|---|
Ονομαστική | ώριμος | ώριμη | ώριμο |
Γενική | ώριμου | ώριμης | ώριμου |
Αιτιατική | ώριμο | ώριμη | ώριμο |
Κλητική | ώριμε | ώριμη | ώριμο |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ | |||
Ονομαστική | ώριμοι | ώριμες | ώριμα |
Γενική | ώριμων | ώριμων | ώριμων |
Αιτιατική | ώριμους | ώριμες | ώριμα |
Κλητική | ώριμοι | ώριμες | ώριμα |
[cite]