αιμορροΐδες Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αιμορροΐδες https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αιμορροΐδες.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) hemorroide ενικός πληθυντικός ονομαστική η αιμορροΐδα οι αιμορροΐδες γενική της αιμορροΐδας των αιμορροΐδων αιτιατική την αιμορροΐδα τις αιμορροΐδες κλητική αιμορροΐδα αιμορροΐδες [cite]