αιτία


αιτία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

shkak

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αιτία οι αιτίες
γενική της αιτίας των αιτιών
αιτιατική την αιτία τις αιτίες
κλητική αιτία αιτίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *