αιτία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αιτία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αιτία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) shkak ενικός πληθυντικός ονομαστική η αιτία οι αιτίες γενική της αιτίας των αιτιών αιτιατική την αιτία τις αιτίες κλητική αιτία αιτίες [cite]