αισιόδοξος


αισιόδοξος

(επίθετο – mbiemër)

optimist

ενικός
ονομαστική αισιόδοξος αισιόδοξη αισιόδοξο
γενική αισιόδοξου αισιόδοξης αισιόδοξου
αιτιατική αισιόδοξο αισιόδοξη αισιόδοξο
κλητική αισιόδοξε αισιόδοξη αισιόδοξο
πληθυντικός
ονομαστική αισιόδοξοι αισιόδοξες αισιόδοξα
γενική αισιόδοξων αισιόδοξων αισιόδοξων
αιτιατική αισιόδοξους αισιόδοξες αισιόδοξα
κλητική αισιόδοξοι αισιόδοξες αισιόδοξα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *