( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
spekulim
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αισχροκέρδεια | οι αισχροκέρδειες |
γενική | της αισχροκέρδειας | των αισχροκερδειών |
αιτιατική | την αισχροκέρδεια | τις αισχροκέρδειες |
κλητική | αισχροκέρδεια | αισχροκέρδειες |
[cite]