αλογοουρά


αλογοουρά

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

bisht kali

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αλογοουρά οι αλογοουρές
γενική της αλογοουράς των αλογοουρών
αιτιατική την αλογοουρά τις αλογοουρές
κλητική αλογοουρά αλογοουρές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *