αλουμίνιο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αλουμίνιο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αλουμίνιο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) alumin ενικός πληθυντικός ονομαστική το αλουμίνιο τα αλουμίνια γενική του αλουμινίου των αλουμινίων αιτιατική το αλουμίνιο τα αλουμίνια κλητική αλουμίνιο αλουμίνια [cite]