αλοιφή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αλοιφή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αλοιφή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) krem ενικός πληθυντικός ονομαστική η αλοιφή οι αλοιφές γενική της αλοιφής των αλοιφών αιτιατική την αλοιφή τις αλοιφές κλητική αλοιφή αλοιφές [cite]