Αμερική


Αμερική

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

Amerikë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η Αμερική
γενική της Αμερικής
αιτιατική την Αμερική
κλητική Αμερική
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *