ανάθεση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανάθεση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανάθεση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) detyrë ngarkim funksion ενικός πληθυντικός ονομαστική η ανάθεση οι αναθέσεις γενική της ανάθεσης / αναθέσεως των αναθέσεων αιτιατική την ανάθεση τις αναθέσεις κλητική ανάθεση αναθέσεις [cite]