( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
qëllim
synim
rasë kallëzore
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το αντικείμενο | τα αντικείμενα |
γενική | του αντικειμένου | των αντικειμένων |
αιτιατική | το αντικείμενο | τα αντικείμενα |
κλητική | αντικείμενο | αντικείμενα |
[cite]