( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
eshtra
mbetjet
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το απομεινάδι / απομεινάρι | τα απομεινάδια / απομεινάρια |
γενική | του απομειναδιού / απομειναριού | των απομειναδιών / απομειναριών |
αιτιατική | το απομεινάδι / απομεινάρι | τα απομεινάδια / απομεινάρια |
κλητική | απομεινάδι / απομεινάρι | απομεινάδια / απομεινάρια |
[cite]