αποφάγια


αποφάγια

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

ushqimet që tepërojnë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αποφάι τα αποφάγια
γενική του αποφαγιού των αποφαγιών
αιτιατική το αποφάι τα αποφάγια
κλητική αποφάι αποφάγια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *