αποτυχημένος


αποτυχημένος

(μετοχή-pjesore)

i dështuar
dështak

ενικός
ονομαστική αποτυχημένος αποτυχημένη αποτυχημένο
γενική αποτυχημένου αποτυχημένης αποτυχημένου
αιτιατική αποτυχημένο αποτυχημένη αποτυχημένο
κλητική αποτυχημένε αποτυχημένη αποτυχημένο
πληθυντικός
ονομαστική αποτυχημένοι αποτυχημένες αποτυχημένα
γενική αποτυχημένων αποτυχημένων αποτυχημένων
αιτιατική αποτυχημένους αποτυχημένες αποτυχημένα
κλητική αποτυχημένοι αποτυχημένες αποτυχημένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *