αποτρόπαιος


αποτρόπαιος

(επίθετο – mbiemër)

i neveritshëm

ενικός
ονομαστική αποτρόπαιος αποτρόπαιη αποτρόπαιο
γενική αποτρόπαιου αποτρόπαιης αποτρόπαιου
αιτιατική αποτρόπαιο αποτρόπαιη αποτρόπαιο
κλητική αποτρόπαιε αποτρόπαιη αποτρόπαιο
πληθυντικός
ονομαστική αποτρόπαιοι αποτρόπαιες αποτρόπαια
γενική αποτρόπαιων αποτρόπαιων αποτρόπαιων
αιτιατική αποτρόπαιους αποτρόπαιες αποτρόπαια
κλητική αποτρόπαιοι αποτρόπαιες αποτρόπαια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *