αποτσίγαρο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αποτσίγαρο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αποτσίγαρο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) bisht cigareje ενικός πληθυντικός ονομαστική το αποτσίγαρο τα αποτσίγαρα γενική του αποτσίγαρου των αποτσίγαρων αιτιατική το αποτσίγαρο τα αποτσίγαρα κλητική αποτσίγαρο αποτσίγαρα [cite]