ατζέντα


ατζέντα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

axhendë
program

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ατζέντα οι ατζέντες
γενική της ατζέντας
αιτιατική την ατζέντα τις ατζέντες
κλητική ατζέντα ατζέντες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *