αυτοκτονία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αυτοκτονία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αυτοκτονία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) vetëvrasje ενικός πληθυντικός ονομαστική η αυτοκτονία οι αυτοκτονίες γενική της αυτοκτονίας των αυτοκτονιών αιτιατική την αυτοκτονία τις αυτοκτονίες κλητική αυτοκτονία αυτοκτονίες [cite]