αυτοκόλλητο


αυτοκόλλητο

afishe me ngjitës

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αυτοκόλλητο τα αυτοκόλλητα
γενική του αυτοκόλλητου των αυτοκόλλητων
αιτιατική το αυτοκόλλητο τα αυτοκόλλητα
κλητική αυτοκόλλητο αυτοκόλλητα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *