(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
perandor
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο αυτοκράτορας | οι αυτοκράτορες |
γενική | του αυτοκράτορα | των αυτοκρατόρων |
αιτιατική | τον αυτοκράτορα | του αυτοκράτορες |
κλητική | αυτοκράτορα | αυτοκράτορες |
[cite]