( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
molusk që hahet
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αχηβάδα / αχιβάδα | οι αχηβάδες / αχιβάδες |
γενική | της αχηβάδας / αχιβάδας | των αχηβάδων / αχιβάδων |
αιτιατική | την αχηβάδα / αχιβάδα | τις αχηβάδες / αχιβάδες |
κλητική | αχηβάδα / αχιβάδα | αχηβάδες / αχιβάδες |
[cite]