αϋπνία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αϋπνία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αϋπνία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) pagjumësi ενικός πληθυντικός ονομαστική η αϋπνία οι αϋπνίες γενική της αϋπνίας των αϋπνιών αιτιατική την αϋπνία τις αϋπνίες κλητική αϋπνία αϋπνίες [cite]