βουνοκορφή


βουνοκορφή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

majë mali

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βουνοκορυφή / βουνοκορφή οι βουνοκορυφές / βουνοκορφές
γενική της βουνοκορυφής / βουνοκορφής των βουνοκορυφών / βουνοκορφών
αιτιατική τη βουνοκορυφή / βουνοκορφή τις βουνοκορυφές / βουνοκορφές
κλητική βουνοκορυφή / βουνοκορφή βουνοκορυφές / βουνοκορφές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *