ώμος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ώμος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ώμος.mp3 shpatull (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) copa e pëlhurës që mbulon shpatullën ενικός πληθυντικός Ονομαστική ο ώμος οι ώμοι Γενική του ώμου των ώμων Αιτιατική τον ώμο των ώμους Κλητική ώμε ώμοι [cite]