φέρετρο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φέρετρο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φέρετρο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) arkivol ενικός πληθυντικός ονομαστική το φέρετρο τα φέρετρα γενική του φερέτρου & φέρετρου των φερέτρων & φέρετρων αιτιατική το φέρετρο τα φέρετρα κλητική φέρετρο φέρετρα [cite]