φάρος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φάρος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φάρος.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) far ενικός πληθυντικός ονομαστική ο φάρος οι φάροι γενική του φάρου των φάρων αιτιατική το φάρο τους φάρους κλητική φάρε φάροι [cite]