φάρσα


φάρσα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

farsë

shaka, tallje, rreng π.χ (μου έκαναν μια φάρσα – më punuan një rreng)

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φάρσα οι φάρσες
γενική της φάρσας των φαρσών
αιτιατική τη φάρσα τις φάρσες
κλητική φάρσα φάρσες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *