φθόνος


φθόνος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

zili

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φθόνος οι φθόνοι
γενική του φθόνου των φθόνων
αιτιατική το φθόνο τους φθόνους
κλητική φθόνε φθόνοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *