φιλανθρωπία


φιλανθρωπία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

bamirësi
filantropi

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φιλανθρωπία οι φιλανθρωπίες
γενική της φιλανθρωπίας των φιλανθρωπιών
αιτιατική τη φιλανθρωπία τις φιλανθρωπίες
κλητική φιλανθρωπία φιλανθρωπίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *