φιλαράκος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φιλαράκος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φιλαράκος.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) mik shok ενικός πληθυντικός ονομαστική ο φιλαράκος οι φιλαράκοι γενική του φιλαράκου των φιλαράκων αιτιατική το φιλαράκο τους φιλαράκους κλητική φιλαράκο φιλαράκοι [cite]