Φινλανδία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply Φινλανδία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/Φινλανδία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) Finlandë ενικός πληθυντικός ονομαστική η Φινλανδία – γενική της Φινλανδίας – αιτιατική τη Φινλανδία – κλητική Φινλανδία – [cite]