φοίνικας Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φοίνικας https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φοίνικας.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) palmë ενικός πληθυντικός ονομαστική ο φοίνικας οι φοίνικες γενική του φοίνικα των φοινίκων αιτιατική το φοίνικα τους φοίνικες κλητική φοίνικα φοίνικες [cite]