(επίθετο – mbiemër)
i fryrë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | φουσκωτός | φουσκωτή | φουσκωτό |
γενική | φουσκωτού | φουσκωτής | φουσκωτού |
αιτιατική | φουσκωτό | φουσκωτή | φουσκωτό |
κλητική | φουσκωτέ | φουσκωτή | φουσκωτό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | φουσκωτοί | φουσκωτές | φουσκωτά |
γενική | φουσκωτών | φουσκωτών | φουσκωτών |
αιτιατική | φουσκωτούς | φουσκωτές | φουσκωτά |
κλητική | φουσκωτοί | φουσκωτές | φουσκωτά |
[cite]