φόνος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φόνος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φόνος.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) vrasje ενικός πληθυντικός ονομαστική ο φόνος οι φόνοι γενική του φόνου των φόνων αιτιατική το φόνο τους φόνους κλητική φόνε φόνοι [cite]