φόβος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φόβος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φόβος.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) frikë ενικός πληθυντικός ονομαστική ο φόβος οι φόβοι γενική του φόβου των φόβων αιτιατική το φόβο τους φόβους κλητική φόβε φόβοι [cite]