φρονιμίτης


φρονιμίτης

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

dhëmb i pjekurisë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φρονιμίτης οι φρονιμίτες
γενική του φρονιμίτη των φρονιμιτών
αιτιατική το φρονιμίτη τους φρονιμίτες
κλητική φρονιμίτη φρονιμίτες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *